Αισθαντική κυρία Κωστράκη! Εξαιρετική ερμηνεία! Λυπάμαι που δεν ακούγονται φωνές όπως η δική σας. ( Η ίδια πάντα στεναχώρια με τους μουσικούς παραγωγούς...). Ας είναι. Θα σας βρίσκουμε στο διαδίκτυο!
Υπέροχο! Μπράβο Αντώνη, Μπράβο Μαρία!!! Ένας έξοχος συνδυασμός της κλασικής σας προέλευσης και παιδείας και της ελληνικής μουσικής τεχνοτροπίας και ηχητικών διακυμάνσεών μας.
«Έγραψα την Μικρή εξορία πριν πολλά χρόνια στο Βερολίνο. Τρύπωσε ξαφνικά μέσα μου σχεδόν ακάλεστη και για καιρό με συντρόφευε χωρίς να καταφέρω να την ολοκληρώσω. Τα μισοτελειωμένα ποιήματα με μαγνητίζουν με έναν ιδιαίτερο τρόπο - περιέχουν την γοητεία του ανεξερεύνητου και το σαράκι του ανολοκλήρωτου. Έτσι όπως τα έφερε η τύχη, για χρόνια δεν είχε βρει τον χώρο της στους δίσκους μου. Όταν τελικά και οι τελευταίες λέξεις και νότες μπήκαν στη θέση τους και δειλά το πρότεινα στη Μαρία, ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Από το πρώτο δοκιμαστικό, βρήκαν αμέσως ο ένας τον άλλον. Σαν με ένα μαγικό τρόπο η φωνή της να άνοιξε ένα παραμυθένιο παράθυρο, έξω από το χρόνο. Χαίρομαι αφάνταστα που πλάι στην υπέροχη ερμηνεία της Μαρίας προστέθηκε η ποιητική ματιά στο φακό του αγαπημένου Yannis Gutmann. Γιάννη, σ' ευχαριστούμε για την ομορφιά που βλέπεις τριγύρω και που μοιράζεσαι μαζί μας. Ευχαριστώ από καρδιάς όλη την φοβερή ομάδα των συντελεστών! Καλή ακρόαση!» Αντώνης Σουσάμογλου
«Ένα ζεστό καλοκαιρινό βράδυ του 1915, ο Χοσέ Σερράνο είδε ένα παράξενο όνειρο: ένας χαμογελαστός στρογγυλοπρόσωπος νεαρός ήρθε και τον τράβηξε από το χέρι. “Ξενάγησέ με στα σοκάκια της Βαλένθια”, του είπε. “Θέλω να ακούσω πως τραγουδάτε θαρθουέλες και να δω σπίτια με βουκαμβίλιες. Θέλω να νιώσω τη μυρωδιά της παέγιας από τα ανοιχτά παράθυρα”. “Μα είναι άγρια μεσάνυχτα, είναι όλα κλειστά!” διαμαρτυρήθηκε ο Χοσέ, “και εν πάσει περιπτώσει, ποιος είσαι;” “Με λένε Μάνο”, αποκρίθηκε ο νεαρός. Ο Χοσέ ακολούθησε επιφυλακτικά και κάπως απρόθυμα. Οι δυο τους περιπλανήθηκαν στα στενά πλακόστρωτα. Ο Μάνος ήταν ενθουσιασμένος. Εντόπισε ένα καφέ χωρίς κόσμο που φαινόταν ακόμα ανοιχτό. Προπορεύτηκε και άνοιξε την πόρτα. Μέσα υπήρχε ένα παλιό πιάνο που έμοιαζε περισσότερο με ντεκόρ, ανάμεσα σε λιωμένα κεριά και σκονισμένα μαντολίνα, το οποίο - ω του θαύματος, ήταν καλοκουρδισμένο. Ο Μάνος κάθησε στο πιάνο και άρχισε να παίζει αβίαστα. “Τι είναι αυτό;” ρώτησε ο Χοσέ. “Είναι μια μελωδία”, απάντησε ο Μάνος. “Σου τη χαρίζω, ως δώρο για την βόλτα μας απόψε.” Πως σου ήρθε ξαφνικά; από που είσαι;, ξαναρώτησε ο Χοσέ. “Θα γεννηθώ σε δέκα χρόνια, στην Ξάνθη, είπε ο Μάνος. Έχω πολλές από αυτές τις μελωδίες, και πρόκειται να γράψω και άλλες τέτοιες.” “Για απόψε, έλα να νοσταλγήσουμε μια μουσική που καλά καλά δεν έχει ακόμα γραφτεί. Και που ξέρεις, ίσως αυτή η μελωδία να με συναντήσει ξανά κάποτε.”» Αντώνης Σουσάμογλου
« “Και τ’ άγρια βάθη που κοιτάω δεν τα χωράει ανθρώπου νους” Η "Τρελή του φεγγαριού" είναι ένα από τις πιο Μαλερικά τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι. Όπως στο φινάλε της 4ης Συμφωνίας του Μάλερ, ο Χατζιδάκις καλεί μια γυναικεία φιγούρα μακριά από τα εγκόσμια, για να πει σε όλους αυτά που βλέπει από την άλλη μεριά. O Xατζιδάκις είναι μάστορας της αρμονίας. Η τονικότητα είναι πάντα ρευστή κάτω από τα πόδια σου, λες και ψυχανεμίζεται τις φευγαλέες διακυμάνσεις στο μυαλό της πρωταγωνίστριας. Η μελωδία ξεκινάει σε μιξολύδιο τρόπο, υπαινίσσεται φευγαλέα τη ρε μινόρε, περνάει από Φρύγιο και πάνω που νομίζεις πως έπιασε λιμάνι στη λα μινόρε, γλιστράει και πάλι σε μια γλυκόπικρη λα ματζόρε, με ένα τρόπο που και ο Σούμπερτ θα ζήλευε. Ίσως πάντα οι άνθρωποι να περιμένουν κάποιον τρελό για να τους πει την αλήθεια. Όπως είπαν και οι Beatles ακριβώς δέκα χρόνια πριν τον Γκάτσο στο “The fool on the hill”: “The man of a thousand voices talking perfectly loud”. Έτσι απόκοσμα παίξαμε κι εμείς αυτό το τραγούδι. Το τσέλο του Δήμου σαν Κρητική λύρα, τα κρουστά του Δημήτρη σαν σήμαντρα μέσα από την ομίχλη του χρόνου και η φωνή της Μαρίας σαν ξωτικό.» Αντώνης Σουσάμογλου
«Ένα πρωινό του Νοεμβρίου του 2021, μέσα στην καραντίνα, μαζευτήκαμε πέντε περιπλανώμενοι τσιγγάνοι, η Μαρία, ο Κώστας, ο Δημήτρης, ο Ντίνος κι εγώ και πιάσαμε ένα μοιρολόι. Η φωνή της Μαρίας φόρεσε τα μαύρα. ΟΙ τοίχοι του στούντιο γκρεμίστηκαν και βρεθήκαμε αίφνης σ’ ένα χωριό στη νότια Ιταλία. Η πλατεία του χωριού πλακόστρωτη, γέμιζε σιγά σιγά με περαστικούς και κεράκια από λιτανεία. Η φωνή της Μαρίας έκλαιγε, και μαζί της κλαίγαμε κι εμείς.» Αντώνης Σουσάμογλου
“Ο Claudio Monteverdi ήταν κατά βάθος μπλουζίστας before it was cool. Αιώνες πριν το Hit the road Jack του Ray Charles, το one more cup of coffee του Ντύλαν, το Mad about you και αναρίθμητα λατινοαμερικάνικα τραγούδια, το ίδιο πάτερν συγχορδιών ήταν πάντα καταφύγιο για βασανισμένους έρωτες. "Κάνε την αγάπη μου να γυρίσει ή σκότωσέ με γιατί δεν αντέχω πια το μαρτύριο", γράφει, και έχω λόγους να πιστεύω πως είχε στο μυαλό του μια αδελφή ψυχή της Billie Holiday. Και σε μια έξτρα πινελιά epic coolness, υπενθυμίζει στις επόμενες γενιές τραγουδιστριών να αγνοούν τον γραμμένο ρυθμό της παρτιτούρας και να ακολουθούν την καρδιά τους, όταν ακόμα το Μισισιπί και η Νέα Ορλεάνη ήταν χωράφια. Tα τραγούδια φοράνε κάθε φορά το ένδυμα της εποχής τους, αλλά ο πυρήνας τους παραμένει άχρονος και πανανθρώπινος. Με γοητεύει αφάνταστα το να ντύσω τη μουσική με καινούρια ενδύματα, μόνο και μόνο για να ανακαλύψω με ενθουσιασμό πως σε όλες τις εποχες και σε όλα τα είδη, η συγκίνηση, τα πάθη και οι επιθυμιές των ανθρώπων παραμένουν τα ίδια.” Αντώνης Σουσάμογλου