Στο στέκι οι φίλοι μικραίνουν το φόβο, μα εγώ σ' έχω δεί και ξανά στήνω πλάτη στον τοίχο. Κουβέντες σημαίες, ψυχές που σε παίρνουν. Παρέες της νύχτας, δωμάτια πίσω στο κήπο. Στη σκάλα με βία, το βλέμμα γωνία, κομμένος στα τρία, το νου σ' αμνησία τυλίγω. Το χρώμα σου μένει στα φώτα του πάρκου, τη γέννα του δράκου, στη γέννα της πάλι την πνίγω. Χλώμιαζες όταν μιλούσα γι' αυτό και τα δεσμά του υμνούσες, ότι μας δένει το ουρλιαχτό έλεγες πως τ' αγαπάς. Μείνε λοιπόν, στου καιρού τη βουή μ' ένα θλιμμένο δοξάρι. Δώστ' τη φωνή σου σαν στείρα αμοιβή σ' όποιον μπορεί να σε πάρει. Δεν είναι η μνήμη κερί, που ζητάει να το σβήσω. Δεν είναι που πριν και μετά από σένα θα ζήσω.