Ήχος α΄. Εις αναμάρτητον χώραν, και ζωηράν, επιστεύθην, γεωσπορήσας την αμαρτίαν, τη δρεπάνη εθέρισα, τους στάχυας της αμελείας, και δραγμάτων εστοίβασα, πράξεών μου τας θημωνίας, ας και κατέστρωσα ουχ άλωνι της μετανοίας. Αλλ' αιτώ σε, τον προαιώνιον γεωργόν ημών Θεόν, τω ανέμω της σης φιλευσπλαγχνίας απολίκμισον το άχυρον των έργων μου και σιτάρχησον τη ψυχή μου την άφεσιν, εις την ουράνιόν σου συγκλείων με αποθήκην και σώσόν με.