Μπάτσοι προ αγωγοί, κυνηγάν προαγωγή, δεν είναι τίποτα αυτό το χάος μας σφυρηλατεί. Ένα παιδί απ’τη γειτονιά που να ησυχάσει δεν μπορεί, γιατί του λένε με των μπόσο του όπου σταθεί και βρεθεί. Όλα ζάχαρη αυτό το χάος μας σφυρηλατεί, μιλάμε μόνοι μας σα βραδινή προσευχή. Τζόγος, αλκοόλ και γυνή του ανδρός η καταστροφή, φίλοι γυρνάνε στους δρόμους σα πληγωμένοι αετοί. Ει που είσαι αγοράζουνε χρυσό στην Εγνατία, Γιαννιτσών δικαστήρια κορίτσια και βία. Ότι δεν συμβιβάζεται είπαν τρομοκρατία, και αμολύσανε τους Δι.ας τη πιο γλυκιά συμμορία. Γι αυτό τη θες σα τις τζούρες στο πάρκο προτού γυρίσεις σπίτι, απ’ το σωστό στενό για ν’αποφύγεις το λίτη. Την θες σα γυναίκα που σου λέει “σ’αγαπώ”, σαν μια τελευταία μπύρα σε ένα bar σκοτεινό. Αν είσαι δίπλα μου σε θέλω δίπλα μου γενικά, “τι χαμπάρια;” μη ρωτάς μας φάγαν τα τυπικά. Μια χειραψία δεν αρκεί μη το βλέπεις ρομαντικά, γιατί όσοι θέλουν το κακό μας γελάνε σατανικά. Και θα μουν ψεύτης αν αρνιόμουνα να παραδεχτώ, πως έχω ψύχρα στην καρδιά μου κα στο νου μου κακό. Το κέρδος γίνεται ανάγκη και πρέπει να κινηθώ, είμαι εκεί έξω και περιμένω να πληρωθώ. Όταν λέμε πως θα φύγουμε, δεν λέμε για που Θέλεις μια τζούρα ρεαλισμού Νιώθεις στραμμένα πάνω σου όλα τα μάτια του εχθρού Θέλεις μια τζούρα ρεαλισμού Αφού δεν πίστεψες θα ΄ρθουν οι μέρες του πανικού Θέλεις μια τζούρα ρεαλισμού Οι αυταπάτες δεν βοηθάν, κοίτα να δεις καθαρά Θέλεις μια τζούρα ρεαλισμού, να την ακούσεις καλά Ο χρόνος είναι μπάσταρδος κυκλοθυμικός άλλοτε δεν περνάει άλλοτε τρέχει σαν τρέλος Μες στην πόλη των τρελών είσαι πάντα μοναχός και οι εφιάλτες μου το βράδυ μουσαφίρης γνωστός. Δωσ΄ μου ένα τάλιρο δεν έχω λεφτά, η άκρη μου με κυνηγάει του χρωστάω πολλά Δίνω σε φίλο μου το νοίκι να κλιτάρει τη μαχαιριά γιατί βγάλαμε νύχτες στα ίδια κρύα σκαλιά Φυσάει πολύ δεν αντέχω την παγωνιά και ο Θερμαϊκός βρωμάει απ’ τα δικά μας σκατά Δεν έχω λόγια να σου πω, κούκλα μου να σε πείσω μοναχικός γεννήθηκα, πως να σε αγαπήσω Λες και είμαστε του σατανά έργα, καταραμένο σπέρμα να μην μπορούμε από την κούραση να κοιμηθούμε και να είμαστε έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να εκραγούμε Μη με κολλάς θα γαμηθούμε, τα είπαμε χθες βράδυ σήμερα τι να πούμε, δεν έχει τίποτα να πούμε Λίγο αλκοόλ αφήνω να πέσει κάτω, μηχανάκια και ηρωίνη το μάρμαρο είναι γεμάτο Δεν ξέρω τελικά, αν φεύγουν πρώτα οι καλοί μα αν είναι έτσι, ο Θεός να μας λυπηθεί Άντε να δούμε όταν θα ‘ρθει κι η σειρά μας ποιος θα θυμάται το όνομα και ποιος την καρδιά μας Όταν λέμε πως θα φύγουμε, δεν λέμε για που Θέλεις μια τζούρα ρεαλισμού Νιώθεις στραμμένα πάνω σου όλα τα μάτια του εχθρού Θέλεις μια τζούρα ρεαλισμού Αφού δεν πίστεψες θα ΄ρθουν οι μέρες του πανικού Θέλεις μια τζούρα ρεαλισμού Οι αυταπάτες δεν βοηθάν, κοίτα να δεις καθαρά Θέλεις μια τζούρα ρεαλισμού, να την ακούσεις καλά
@@παρκαν χάνεται λαδακια μαλακες νομίζω. Τι προμοταρει το τίποτα, τι μαλακίες λέει ο άλλος. Ο λεξ κατάλαβε μετά από χρόνια που ραπαρε με γενική θεματολογία που δεν είχε κοινωνικά μηνύματα κλπ ότι το ραπ είναι ένα μέσο να πει κάποια πράγματα, και έκατσε και τα είπε. Το ότι έγινε τέτοια αποδοχή μετά από χρόνια ούτε ο ίδιος το περίμενε, σκέψου ήταν σε ένα συγκρότημα που ήταν στην σκιά του μικρού κλέφτη. Έκατσε να μιλήσει για την Ελλάδα της κρίσης, την αφραγκια, την ανεργία, τις αυτοκτονικές σκέψεις, την δήθεν δημοκρατία, την αστυνομοκρατια και πολλά άλλα. Απ' την στιγμή που αυτό που απεικονίζει βρήκε έκφραση σε πολλά άτομα, δεν θα έπρεπε να λέει κάτι για τον λεξ αλλά για την κοινωνία, η οποία θα ήταν ίδια με λεξ ή χωρίς.
0:42 H Γλυκιά Συμμορία είναι ο τίτλος ελληνικής κινηματογραφικής ταινίας του 1983, σε σενάριο και σκηνοθεσία Νίκου Νικολαΐδη. Πραγματεύεται την ιστορία μιας παρέας 4 νέων που μένουν σε μια μονοκατοικία (Αργύρης, Ανδρέας, Μαρία, Σοφία). Σέρνοντας πίσω τους ένα πολυτάραχο παρελθόν, επιδίδονται σε παντοειδείς απρέπειες: τρώνε σε πολυτελή εστιατόρια χωρίς να πληρώνουν, κλέβουν τρόφιμα από σούπερ μάρκετ, ρούχα από καταστήματα, λίρες από χρηματοκιβώτια, λεφτά από φίλους, παίζουν σε πορνοταινίες (ο Ανδρέας κι ο Αργύρης) ή χρηματοδοτούν μια παράνομη αντιεξουσιαστική οργάνωση (η Σοφία).
Μπάτσοι προ αγωγή, κυνηγάν προαγωγή, δεν είναι τίποτα αυτό το χάος μας σφυρηλατεί, ένα παιδί απ'τη γειτονιά που να ησυχάσει δεν μπορεί, γιατί του λένε με των μπόσο του όπου σταθεί και βρεθεί, όλα ζάχαρη αυτό το χάος μας σφυρηλατεί, μιλάμε μόνοι μας σα βραδινή προσευχή, τζόγος, αλκοόλ και γυνή του ανδρός η καταστροφή, φίλοι γυρνάνε στους δρόμους σα πληγωμένοι αετοί, ει που είσαι αγοράζουνε χρυσό στην Εγνατία, Γιαννιτσών δικαστήρια κορίτσια και βία, ότι δεν συμβιβάζεται είπαν τρομοκρατία, και αμολύσανε τους Δι.ας τη πιο γλυκιά συμμορία, γι'αυτό τη θες σα τις τζούρες στο πάρκο προτού γυρίσεις σπίτι, απ'το σωστό στενό για ν'αποφύγεις το λίτη, την θες σα γυναίκα που σου λέει "σ'αγαπώ", σαν μια τελευταία μπύρα σε ένα bar σκοτεινό, αν είσαι δίπλα μου σε θέλω δίπλα μου γενικά, "τι χαμπάρια?" μη ρωτάς μας φάγαν τα τυπικά, μια χειραψία δεν αρκεί μη το βλέπεις ρομαντικά, γιατί όσοι θέλουν το κακό μας γελάνε σατανικά, και θα μουν ψεύτης αν αρνιόμουνα να παραδεχτώ, πως έχω ψύχρα στην καρδιά μου κα στο νου μου κακό, το κέρδος γίνεται ανάγκη και πρέπει να κινηθώ, είμαι εκεί έξω και περιμένω να πληρωθώ.
Lyrics Μπάτσοι προ αγωγοί, κυνηγάν προαγωγή, δεν είναι τίποτα αυτό το χάος μας σφυρηλατεί. Ένα παιδί απ’τη γειτονιά που να ησυχάσει δεν μπορεί, γιατί του λένε με των μπόσο του όπου σταθεί και βρεθεί. Όλα ζάχαρη αυτό το χάος μας σφυρηλατεί, μιλάμε μόνοι μας σα βραδινή προσευχή. Τζόγος, αλκοόλ και γυνή του ανδρός η καταστροφή, φίλοι γυρνάνε στους δρόμους σα πληγωμένοι αετοί. Ει που είσαι αγοράζουνε χρυσό στην Εγνατία, Γιαννιτσών δικαστήρια κορίτσια και βία. Ότι δεν συμβιβάζεται είπαν τρομοκρατία, και αμολύσανε τους Δι.ας τη πιο γλυκιά συμμορία. Γι αυτό τη θες σα τις τζούρες στο πάρκο προτού γυρίσεις σπίτι, απ’ το σωστό στενό για ν’αποφύγεις το λίτη. Την θες σα γυναίκα που σου λέει “σ’αγαπώ”, σαν μια τελευταία μπύρα σε ένα bar σκοτεινό. Αν είσαι δίπλα μου σε θέλω δίπλα μου γενικά, “τι χαμπάρια;” μη ρωτάς μας φάγαν τα τυπικά. Μια χειραψία δεν αρκεί μη το βλέπεις ρομαντικά, γιατί όσοι θέλουν το κακό μας γελάνε σατανικά. Και θα μουν ψεύτης αν αρνιόμουνα να παραδεχτώ, πως έχω ψύχρα στην καρδιά μου κα στο νου μου κακό. Το κέρδος γίνεται ανάγκη και πρέπει να κινηθώ, είμαι εκεί έξω και περιμένω να πληρωθώ. Όταν λέμε πως θα φύγουμε, δεν λέμε για που Θέλεις μια τζούρα ρεαλισμού Νιώθεις στραμμένα πάνω σου όλα τα μάτια του εχθρού Θέλεις μια τζούρα ρεαλισμού Αφού δεν πίστεψες θα ΄ρθουν οι μέρες του πανικού Θέλεις μια τζούρα ρεαλισμού Οι αυταπάτες δεν βοηθάν, κοίτα να δεις καθαρά Θέλεις μια τζούρα ρεαλισμού, να την ακούσεις καλά Ο χρόνος είναι μπάσταρδος κυκλοθυμικός άλλοτε δεν περνάει άλλοτε τρέχει σαν τρέλος Μες στην πόλη των τρελών είσαι πάντα μοναχός και οι εφιάλτες μου το βράδυ μουσαφίρης γνωστός. Δωσ΄ μου ένα τάλιρο δεν έχω λεφτά, η άκρη μου με κυνηγάει του χρωστάω πολλά Δίνω σε φίλο μου το νοίκι να κλιτάρει τη μαχαιριά γιατί βγάλαμε νύχτες στα ίδια κρύα σκαλιά Φυσάει πολύ δεν αντέχω την παγωνιά και ο Θερμαϊκός βρωμάει απ’ τα δικά μας σκατά Δεν έχω λόγια να σου πω, κούκλα μου να σε πείσω μοναχικός γεννήθηκα, πως να σε αγαπήσω Λες και είμαστε του σατανά έργα, καταραμένο σπέρμα να μην μπορούμε από την κούραση να κοιμηθούμε και να είμαστε έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να εκραγούμε Μη με κολλάς θα γαμηθούμε, τα είπαμε χθες βράδυ σήμερα τι να πούμε, δεν έχει τίποτα να πούμε Λίγο αλκοόλ αφήνω να πέσει κάτω, μηχανάκια και ηρωίνη το μάρμαρο είναι γεμάτο Δεν ξέρω τελικά, αν φεύγουν πρώτα οι καλοί μα αν είναι έτσι, ο Θεός να μας λυπηθεί Άντε να δούμε όταν θα ‘ρθει κι η σειρά μας ποιος θα θυμάται το όνομα και ποιος την καρδιά μας Όταν λέμε πως θα φύγουμε, δεν λέμε για που Θέλεις μια τζούρα ρεαλισμού Νιώθεις στραμμένα πάνω σου όλα τα μάτια του εχθρού Θέλεις μια τζούρα ρεαλισμού Αφού δεν πίστεψες θα ΄ρθουν οι μέρες του πανικού Θέλεις μια τζούρα ρεαλισμού Οι αυταπάτες δεν βοηθάν, κοίτα να δεις καθαρά Θέλεις μια τζούρα ρεαλισμού, να την ακούσεις καλά