Πάνω σε μια βάρκα ασάλευτη, νυστάζει το φως. Στην πλώρη της, κεντάει η νύχτα ξεχασμένες πεθυμιές ... Κομματιασμένες οι μνήμες ... Μαύρες κι άσπρες οι στιγμές ... ...Εσύ και η πορεία του ήλιου, έγραψαν το χρονικό μιας μέρας ολάκερης μέρας μέσα στην ψυχή ... ...Ηθελα να σου πω πως για μια στιγμή, ο κόσμος όλος χώρεσε στην λιακάδα των ματιών σου... Μετά σκοτείνιασε και για τη νύχτα, γίναμε άγνωστοι ... Κι εσύ κι εγώ ... ....Ποιες λέξεις να ψάξω πια να βρω... Πως να σου γράψω...
Κάπου ξεχασμένο βρήκα αυτό το κομμάτι. Ένα κακόβουλο σχόλιο και μια ειδοποίηση, με πήραν από το χέρι και πάτησα το play. Και ξάφνου μία ύπουλη ανατριχίλα με αγκάλιασε, καθώς οι νότες του ξεπηδούσαν από τα ηχεία μου. Μνήμες μιας εποχής ,που αν και μοιάζει κοντά στον χρόνο, είναι τόσο μακριά στο ημερολόγιο του μυαλού μου. Ένας καιρός, που ο χειμώνας έγινε καλοκαίρι, και μια επικίνδυνη συντροφιά μας τραβούσε όλους από το χέρι, να ζήσουμε τα νιάτα μας για μία ακόμα φορά. Κάπου ανάμεσα σε αυτά, μια κοπέλα, ή καλύτερα ένα κορίτσι. Το βλέμμα της μυστήριο και σκοτεινό και το πρόσωπο της λευκό, απαλό και ήρεμο. Δεν ξέρω αν το όνομά της με οδήγησε στο τραγούδι ή το τραγούδι έφτιαξε το όνομά της, σίγουρα όμως ήταν μια όμορφη ανεξήγητη έμπνευση. Για μένα Άννα δεν είναι η Μάνα, όπως γράφει στα σχόλια ο δημιουργός. Για μένα Άννα είναι η λευκή νεράιδα του χειμώνα, ή ένα απλό κορίτσι, που την έντυσα με άπειρη φαντασία για να την κάνω αυτό που ήθελα να δω. Όπως και να χει, ότι ζήσαμε τώρα δεν υπάρχει πια, παρά μονάχα σαν ανάμνηση σε κάποιο νευρώνα του εγκεφάλου μας. Το κομμάτι όμως αυτό ,ευτυχώς, υπάρχει και θα υπάρχει, για να φέρνει πίσω την γεύση από κάτι που έχει χαθεί στον χρόνο. Από μια παλιά έκδοση του εαυτού μου, που έζησε με κάποιες παλαιές εκδόσεις των δικών σας εαυτών.