Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ' αχαμνά του Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει Κάτω απ' τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω; φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω Κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό Κοπέλες απ' το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι μέσα απ' τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά Βάρκα του βάλτου ανάστροφη φτενή δίχως καρένα σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά σμάρι κοράκια να πετάν στην ερήμην αρένα Και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά
Η προσέγγιση του Μίλτου είναι διαφορετική βέβαια ru-vid.com/video/%D0%B2%D0%B8%D0%B4%D0%B5%D0%BE-O0ZSudruNYk.html Αυτό που έφερε ο Κούτρας στην ελληνική μουσική είναι πολύ ιδιαίτερο και πιστεύω ότι η φωνή του είναι η πιο κατάλληλη για αυτές τις μελοποιήσεις του τεράστιου Ποιητή
Όταν μιλάμε για ένα κομμάτι σαν και αυτό που είναι συνυφασμένο με τον Κούτρα,και ιδίως με τη συγκλονιστική ερμηνεία του στον δίσκο Σταύρος του Νότου (1979), το να το ακούς από τον Πασχαλίδη ,και τον κάθε Πασχαλίδη,είναι το λιγότερο αστείο,για να μην πω γελοίο.Κυριοι,αυτό το κομμάτι όπως και κάποια άλλα π.χ.το Κουρο Σιβο,αυτός ο μεγάλος τραγουδιστής που λέγεται Κούτρας αξίζει μόνο να τα ερμηνεύει...
Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ’ αχαμνά του Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει Κάτω απ’ τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές τότες που σ’ έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω; φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό. Κοπέλες απ’ το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι μέσα απ’ τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά Βάρκα του βάλτου ανάστροφη φτενή δίχως καρένα σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά σμάρι κοράκια να πετάν στην ερήμην αρένα και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά
Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ' αχαμνά του Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει Κάτω απ' τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω; φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω Κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό Κοπέλες απ' το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι μέσα απ' τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά Βάρκα του βάλτου ανάστροφη φτενή δίχως καρένα σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά σμάρι κοράκια να πετάν στην ερήμην αρένα Και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά